-
1 θωραξ
1) доспех (преимущ. нагрудный), панцирь, броня(χάλκεος Hom.; ὁπλιτικός Plat.)
2) защита, прикрытие, оплот(τοῦτο τὸ τεῖχος θ. ἐστί Her.)
3) (часть тела, покрываемая панцирем, т.е.) грудь или туловище(ἐν τοῖς στήθεσι καὴ τῷ καλουμένῳ θώρακι Plat.; τὸ ἀπ΄ αὐχένος μέχρι αἰδοίων κύτος καλεῖται θ. Arst.)
ἔχων θώρακα ἄριστον. - Πῶς δ΄ ἂν μαχέσαιτο παγκράτιον θώρακα ἔχων ; Arph. ( игра на двух значениях слова θ.) — (у Эфудиона несмотря на старость), могучая грудь. - Но разве в панкратии ( всеборье) он будет бороться в нагруднике?4) ( у ракообразных) головогрудь Arst. -
2 περιφερω
(fut. περιοίσω, aor. περιήνεγκα - ион. περιήνεικα)1) носить кругом, носить повсюду(τι κατὰ τέν γῆν Her.; τὸν παῖδα ἀγκάλαισιν Eur.)
π. τι τὸ τεῖχος и κατὰ τὸ τεῖχος Her. — обносить что-л. вокруг (городской) стены2) приносить отовсюду3) вращать, поворачивать(τέν κεφαλήν Plut.)
ἐν τῷ αὐτῷ περιφέρεσθαι κύκλῳ Plat. — вращаться вокруг своей оси;πίνειν σκύφον περιφερόμενον Arst. — пить из круговой чаши;περιφερομένου ἐνιαυτοῦ Her. — по истечении года;εἰς τὸ αὐτὸ περιφέρεσθαι Plat. — возвращаться все к тому же4) водить кругом5) разносить, передавать, распространять(πανταχόσε τι Plut.)
περιεφέρετο τοῦτο τὸ ῥῆμα Plat. — это изречение передавалось из уст в уста;ὅ περιφερόμενος στίχος Polyb. — распространенный, т.е. часто цитируемый стих6) приводить(εἰς ἀπάθειάν τινα Plut.)
π. τι εἰς ἑαυτον Plut. — подчинять что-л. себе;περιφέρει δέ τίς με καὴ μνήμη Plat. — кое-что мне память и подсказывает;οὐδὲν περιφέρει με εἰδέναι τούτων Her. — ничего из этого мне не вспоминается7) раскачивать, pass. качаться, Plat. перен. колебаться8) переносить, выдерживатьοὐδεὴς πλείω χρόνον ἐνόμιζον περιοίσειν αὐτούς Thuc. — никто не думал, что они (т.е. афиняне) продержатся дольше
-
3 αγω
I.II.III.(impf. ἦγον - эп. ἄγον, fut. ἄξω - дор. ἀξῶ, aor. 1 ἦξα, aor. 2 ἤγαγον, pf. ἦχα, ppf. ἀγηόχει; pass.: fut. ἀχθήσομαι и ἄξομαι, aor. 1 ἤχθην - ион. ἄχθην, pf. ἦγμαι; adj. verb. ἀκτέον)1) вести(βοῦν κεράων Hom.; ἵππον τῆς ἡνίας, τὸ στράτευμα τέν ἐπὴ Μέγαρα (sc. ὁδόν) Xen.; τινὰ παρά τινα Plat.)
ὁδὸς ἥ ἐπὴ τοῦτο ἄγουσα Plat. — ведущая к этому дорога;σχιστέ ὁδὸς ἐς ταὐτὸ ἄγει Soph. — разошедшиеся дороги сходятся;ἄγομαι τάνδ΄ ὁδόν Soph. — я вынужден идти по этому пути2) гнать, изгонять(τινὰ ἔκ τινος Eur.)
3) предводительствовать, командовать, управлять, руководить(ἄρχειν καὴ ἄ. Plat.)
τὰς Φοινίσσας ναῦς ἄξων Thuc. — командуя финикийским флотом;τέν πολιτείαν ἄ. Thuc. — управлять государством;θεῶν ἀγόντων Soph. — по воле богов;ἥ πεπρωμένη ἄγει θανεῖν τινα Eur. — судьба определила кому-л. умереть;τοῖς ἔξωθεν λόγοις ἠγμένος Dem. — руководствуясь посторонними соображениями4) привозить, приносить, доставлять(οἶνον Hom.; ἀγώγιμα Plat.)
πλοῖα τὰ ἡμᾶς ἄξοντα Xen. — суда для перевозки нас5) проводить, прокладывать(ὄγμον Theocr.; τάφρον Plut.)
ἐπὴ τὸν τόπον τινὰ ἄ. ὕδωρ Plat. — проводить воду в какое-л. место;γραμμὰς ἄ. μέ ὡς ἂν ἀχθείησαν Arst. — чертить линии не так, как они должны были бы быть начерчены;ἄξειν τὸ τεῖχος Thuc. — построить стену;κόλπου ἀγομένου τῆς γῆς ταύτης Her. — поскольку эта область образует залив6) приводить, подводить, доводитьαὐτέν ἐς θρόνον εἶσεν ἄγων Hom. — он подвел ее и посадил в кресло;
ἄγεσθαι γυναῖκα Her. — приводить к себе жену, т.е. жениться;οὔτε ἐκδοῦναι οὐδ΄ ἀγαγέσθαι παρά τινων Thuc. — не выдавать замуж за кого-л. и не жениться (на их дочерях);τὸν υἱὸν ἧκεν ἄγων Xen. — он прибыл с сыном;ἄ. τινὰ εἰς δίκας (εἰς τέν δίκην) Xen. или εἰς δικαστήριον (εἰς κρίσιν, ἐπὴ τοὺς δικαστάς) Plat. — приводить кого-л. на суд;ἐπειδάν σου ἐπιλαβόμενος ἄγῃ Plat. — после того, как тебя схватят и приведут на суд;φόνου ἄγεσθαι Plut. — быть преданным суду за убийство;εἰς μέγαν φόβον ἄ. τινά Polyb. — приводить кого-л. в ужас;εἰς οἶκτον ἄ. τινά Eur. — внушать кому-л. сострадание;εἰς μνήμην ἄ. τι καὴ παράδοσιν τοῖς ἐπιγινομένοις Polyb. — увековечивать что-л. в памяти потомства;εἰς φῶς ἄ. τι Plat. — выводить на свет, перен. разоблачать что-л.7) уводить или уносить, угонять(ἵππους, αἰχμαλώτους καὴ ἄνδρας, λείαν Xen.)
ἄ. εἰς δουλείαν Aeschin. — уводить в рабство;ἄ. καὴ φέρειν Her., Xen. — или φέρειν καὴ ἄ. Isocr., Xen. (τι и τινά) грабить, разорять, но тж. φέρειν καὴ ἄ. Xen., Plat. нести с собой;ἄγεσθαι, φέρεσθαι Eur. — подвергаться (полному) разграблению;ἐς δεσμοὺς ἄ. τινά Eur. — заключать в оковы (бросать в темницу) кого-л.8) вести (дела), делать, заниматься, производитьἄ. πόλεμον Dem. — вести войну;
εἰρήνην ἄ. Xen., Plat. — жить в мире;σχολέν ἄ. Plat. — пользоваться передышкой;ἀσχολίαν ἄ. Plat. — быть занятым, заниматься делом;δεχημέρους σπονδὰς ἄ. πρός τινας Thuc. — иметь десятидневное перемирие с кем-л.;γέλωθ΄ ὑφ΄ ἡδονῆς ἄ. Soph. — смеяться от удовольствия;ἀληθὲς ἄ. τὸ πένθος Luc. — испытывать неподдельную скорбь;πᾶσαν ἄδειαν ἄ. Dem. — быть в полной безопасности;κτύπον ἄ. Eur. — производить шум, шуметь;ἐλεύθερον ἄ. τινά Dem. — охранять чью-л. свободу;κλέος τινὸς ἄ. Hom. — прославлять кого-л.;εἰς τέν φωνήν τινος ἄ. τι Plat. — переводить что-л. на чей-л. язык;ἐς χεῖρας ἄγεσθαί τι Her. — принимать что-л. на себя, браться за что-л.;μῦθόν τινα διὰ στόμα ἄγεσθαι Hom. — говорить что-л.;ἀλήθειαν ἄ. Hes. — говорить правду;ἥ σελήνη διχομηνίαν ἦγε Plut. — было полнолуние9) считать, ставить, ценить(θεόν τινα Luc.)
τέν σοφίαν ἄ. (τι) Plat. — считать что-л. мудростью;πρόσθεν ἄ. τινά τινος Eur. — ставить кого-л. выше кого-л.;περὴ πλείστου ἄ. ποιεῖν τι Her. — считать какое-л. дело самым важным;τὸ πρᾶγμ΄ ἄ. οὐχ ὡς παρ΄ οὐδέν Soph. — придавать этому немалое значение;ἠγόμην ἀνέρ μέγιστος Soph. — я считался первым человеком;ἐν τιμῇ ἄγεσθαί τινα Her. — почитать кого-л.;εἰς ἐθελοκάκησιν ἄ. τι Polyb. — считать что-л. злонамеренным поступком10) притягивать, привлекатьὁ Μαγνήσιος λίθος τοὺς δακτυλίους σιδηροῦς ἄγει Plat. — магнит притягивает железные кольца;
λόγῳ τινὴ ἄ. τινά Eur. — завлекать кого-л. под каким-л. предлогом;ἄγεσθαί τινα σύμμαχον Xen. — привлекать кого-л. к военному союзу с собой11) доставлять, причинять(πῆμά τινι Hom.)
ὕπνον κἀνάπαυλαν ἄ. Soph. — давать сон и отдых;ἄ. δάκρυ Eur. — исторгать слезы, доводить до слез12) тянуть вниз, т.е. весить(τριακοσίους δαρεικούς Dem.)
χρυσίδες, ἄγουσ΄ ἑκάστη μνᾶν Dem. — золотые сосуды, весом в мину каждый13) проводить (время), жить(ἡμέρας Soph.; βίοτον ἡδέως Eur.)
κατὰ σελήνην ἄ. τοῦ βίου τὰς ἡμέρας Arph. — вести счет дням по луне, т.е. пользоваться лунным календарем;οὕτως ἦγε τοὺς χρόνους τότε τὸ τῶν Ἀχαιῶν ἔθνος Polyb. — таково было тогда летосчисление у ахейского племени14) выращивать, воспитывать(παῖδας Luc.; σκύλακας Plut.)
καλῶς ἀχθῆναι Plat. — быть хорошо воспитанным;φαύλως ἠγμένος Dem. — дурно воспитанный15) устраивать, справлять(ἑορτήν Hes., Xen., Plat.; θιάσους Eur.)
ἀχθῆναι δεῖ τήμερον τὰ Διονύσια Luc. — сегодня должны быть отпразднованы Дионисии16) (sc. στρατόν, ἑαυτόν и т.п.) идти, двигаться(ταύτῃ, sc. ὁδῷ, ἐπὴ τοὺς πολεμίους Xen.)
ἐπὴ τὸ ἄκρον τινὸς ἄ. Plat. — доходить до высшей степени чего-л. - см. тж. ἄγε, ἄγετε
См. также в других словарях:
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… … Dictionary of Greek
κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
παρατείχισμα — τὸ, Α [παρατειχίζω] τείχος που κτίστηκε κοντά και παράλληλα σε κάτι («ἤν μή τις τὸ παρατείχισμα τοῡτο πολλῇ στρατιᾷ ἐπελθών ἕλη», Θουκ.) … Dictionary of Greek
υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… … Dictionary of Greek
Βλαχέρνες — Όνομα ιδιαίτερα συνηθισμένο και δημοφιλές στους Βυζαντινούς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επώνυμο της Παναγίας και παρετυμολογείται πιθανώς από τη φράση βάλε χέρι, που αναφέρεται στην προστασία της Παναγίας. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι μνημονεύουν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek